- αμβλυήκοος
- ἀμβλυήκοος, -ον (Μ)αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ήκοος < ἀκούω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek